-
1 диалектика
-
2 диалектика
диалект||икаж филос. ἡ διαλεκτική:\диалектика природы ἡ διαλεκτική τῆς φύσης. -
3 диалектика
-и θ.1. (φιλοσ.) διαλεκτική•материалистическая диалектика υλιστική διαλεκτική.
2. εξέλιξη, πορεία κίνησης, ανάπτυξης•диалектика событий η εξέλιξη των γεγονότων.
3. παλ. μέθοδος συζήτησης ενός θέματος με ερωταποκρίσεις. -
4 диалектика
филос. η διαλεκτικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > диалектика
-
5 логика
η λογικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > логика
-
6 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
7 метод
методм ἡ μέθοδος:марксистский диалектический \метод ἡ μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος. -
8 диалектика
[ντιαλιέκτικα] οοσ θ. διαλεκτική -
9 диалектика
[ντιαλιέκτικα] οοσ θ. διαλεκτική -
10 история
-и θ.ιστορία•история Древней Греции ιστορία της αρχαίας ιΕλλάδας•
законы -и οι νόμοι της ιστορίας•
диалектика -и η διαλεκτική της ιστορίας•
всемирная история παγκόσμια ιστορία•
древняя история αρχαία ιστορία•
новейшая история ιστορία των νεωτέρων χρόνων•
история средних веков ιστορία του μεσαίωνα.
|| συμβάν, γεγονός•печальная история θλιβερή ιστορία.
|| αφήγηση, εξιστόρηση•история моего детства ιστορία της ποδικής μου ηλικίας.
εκφρ.история болезни – το ιστορικό της ασθένειας•вечная (обычная: - – η ίδια (συνηθισμένη) ιστορία•совсем другая история – εντελώς διαφορετική υπόθεση (άλλο πράγμα)•история с географией – (αστ.) εδώ σε θέλω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα•войти в -ю – μπαίνω στην ιστορία. -
11 метод
-а α.1. μέθοδος•диалектический метод διαλεκτική μέθοδος•
сравнительный метод συγκριτική μέθοδος•
метод обучения μέθοδος διδασκαλίας.
2. τρόπος. -
12 областной
επ.περιφερειακός, της περιοχής ή του νομού•областной центр επαρχιακό κέντρο.
|| διαλεκτικός, της διαλεκτού•-ое слово διαλεκτική λέξη.
См. также в других словарях:
διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των … Dictionary of Greek
διαλεκτική — η (φιλοσ.), μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας με τη συζήτηση: Ο Σωκράτης διέπρεψε στη διαλεκτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλεκτικῇ — διαλεκτικός conversational fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτική — διαλεκτικός conversational fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
ДИАЛЕКТИКА — ДИАЛЕКТИКА (ἡ διαλεκτικὴ sc. τέχνη, от глаг. διαλέγομαι разговаривать, беседовать, рассуждать), искусство вести беседу, спор; в различных контекстах термин диалектика использовался как синоним 1) риторики, 2) логики, 3) философии. Софисты … Античная философия
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek